- ἔξαρθροι
- ἔξαρθροςdislocatedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαρθροῖ — ἐξαρθρέω dislocate the joints of pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἐξαρθρόω dislocate pres ind mp 2nd sg ἐξαρθρόω dislocate pres opt act 3rd sg ἐξαρθρόω dislocate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… … Dictionary of Greek